Συνηγορία υπέρ του Συμβουλίου της Επικρατείας

31 Δεκεμβρίου 2017

Άρθρο του Παναγιώτη Καρκατσούλη, Προέδρου του Ινστιτούτου Π²

Η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι οριακά συμβατή με τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της Πολιτείας μας. Ο εθνολαϊκιστικός συνασπισμός έχει, μεν, καταλάβει την εξουσία μέσω συνταγματικά δόκιμων διαδικασιών αλλά προσπαθεί, συστηματικά, να εκτρέψει τη χώρα μας από την συνταγματική τάξη και την πολιτική κουλτούρα της αστικής δημοκρατίας. Τρία είναι τα πιο χαρακτηριστικά σημεία σ’ αυτή την διαδρομή: Η απόπειρα πολιτειακής εκτροπής τo 2015, η προσπάθεια ποδηγέτησης των ΜΜΕ και ο συστηματικός εποικισμός της δημόσιας διοίκησης με κομματικούς εγκάθετους.

Κορωνίδα, όμως, της εχθρικής στάσης απέναντι στη φιλελεύθερη αστική δημοκρατία είναι η συστηματική προσπάθειά τους να ποδηγετήσουν τη Δικαιοσύνη. Τα πυρά τους, μάλιστα, εστιάζονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ). Για έναν προφανή λόγο: Αυτό είναι το μοναδικό δικαστήριο που έχουμε στην Ελλάδα για την επίλυση των διοικητικών διαφορών. Αυτό, σε μη νομική γλώσσα, σημαίνει ότι το ΣτΕ αποτελεί το μοναδικό ανάχωμα της διοικήσεως και του πολίτη απέναντι στη συστηματική επιθετικότητα και αναξιοκρατία πελατοκρατών και μισαλλόδοξων κυβερνητών.

Το ΣτΕ έχει μια πολυκύμαντη ιστορία στην οποία ξεχωρίζουν οι διωγμοί που έχει υποστεί από, αντίστοιχες με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αυταρχικές διακυβερνήσεις. Η ελληνική κοινωνία, όμως, εύρισκε το σθένος και με την αντίστασή της κατάφερνε να το επαναφέρει ή να το κρατάει εν ζωή. Όλα τα μέσα έχουν χρησιμοποιηθεί εναντίον του: Από την κατάργησή του και την μεταφορά των αρμοδιοτήτων του στην αστική δικαιοσύνη (Άρειος Πάγος, Εφετείο) μέχρι την εξορία των δικαστών του. Πάντοτε, όμως, η βούληση του φιλελεύθερου ελληνικού λαού έκαμπτε τις προθέσεις και τις μεθοδεύσεις των ολοκληρωτικών κυβερνήσεων και των τυραννικών κυβερνητών. Υπήρχαν, βεβαίως, και λαμπρές στιγμές, όπου οι πολιτικές ηγεσίες στάθηκαν στο ύψος τους και συμπορεύθηκαν με το φιλελεύθερο φρόνημα του λαού μας. Από την συμβολική πράξη του Όθωνα να ορίσει ως μέλη του Συμβουλίου Επικρατείας της μοναρχικής περιόδου αγωνιστές του 1821, μέχρι την απόφαση του γενναιόφρονος Ελευθερίου Βενιζέλου να ορίσει τον Κωνσταντίνο Ρακτιβάν, τον πολιτικό του αντίπαλο, πρώτο πρόεδρο του νέου ΣτΕ.

Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ απεχθάνονται τόσο την ύπαρξη των δικαστών όσο και την ποιότητα της νομολογίας του ΣτΕ. Οι τακτικές επιθέσεις τους εναντίον των προσώπων των δικαστών και εναντίον του ίδιου του δικαστηρίου έχουν ως σκοπό να δημιουργήσουν την εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι το δικαστήριο μεροληπτεί είτε υπέρ συγκεκριμένων συμφερόντων («συμβούλιο των ελίτ») είτε υπέρ των συμφερόντων των ίδιων των δικαστών. Κάποιοι μάλιστα προσπαθούν να του αποδώσουν και αντιποίηση αρχής κατηγορώντας το για υπέρβαση αρμοδιοτήτων! Ο ψόγος εναντίον του ΣτΕ ότι ξεπερνάει τα εσκαμμένα και υποκαθιστά την κυβέρνηση στη δικαιοδοτική της λειτουργία, δεν είναι καινούργιος. Συμβαίνει, κάθε φορά, που το ΣτΕ επιχειρεί να εφαρμόσει την συνταγματική τάξη και να επιβάλλει τη νομιμότητα σε αρρύθμιστα πεδία πολιτικής, τα οποία θέλουν να νέμονται πελατοκράτες και ρουσφετοπράκτες πολιτικοί.

Ο υπουργός της Δικαιοσύνης, σήμερα, ο υπουργός προπαγάνδας της κυβέρνησης, χθες, καθώς και ο ίδιος ο πρωθυπουργός βάλλουν ευθέως εναντίον του δικαστηρίου, υποδυόμενοι τους απλούς πολίτες που εκφέρουν την γνώμη τους για τις αποφάσεις του. Η επόμενη κίνησή τους, εάν η προπαγάνδα αποδώσει, θα είναι η αφαίρεση ουσιαστικών αρμοδιοτήτων απ’ αυτό. Την πολιτική επιδίωξη της κυβέρνησης δεν την αντιλαμβάνονται αρκετοί ειδήμονες, νομικοί κυρίως, οι οποίοι παρασυρόμενοι από την άποψή τους για κάποιες κρίσεις ουσίας του δικαστηρίου, της προσφέρουν το άλλοθι που χρειάζεται.

Όλοι, θεσμικοί και μη παράγοντες, πρέπει να αντιταχθούμε σθεναρά στην προσπάθεια των εχθρών της ελευθερίας και του κράτους δικαίου να δημιουργήσουν καθεστώς του οποίου οι συνέπειες για τη δημοκρατία στη χώρα μας θα είναι οδυνηρές.

Πηγή: Liberal.gr

Επιστροφή