Τον αντρειωμένο μην τον κλαις όσο κι αν αστοχήσει

2 Ιανουαρίου 2022 / TAGS:

1949 στο Κολυμπάρι Χανίων. Σε ένα μεγάλο καφενείο στην θάλασσα. Ο Μίκης τότε ήταν 24 ετών. Καλεσμένος σε έναν γάμο. Ο Κουτσουρέλης στο λαγούτο και ο Μαύρος στο βιολί. Τα χέρια τους βγάζουν σπίθες αλλά δεν σταματάνε. Σάββατο απόγευμα ξεκινούν και φτάνουν μέχρι Δευτέρα πρωί. 

«Κατέβηκα δυο τρεις φορές στο υπόγειο του καφενείου», περιγράφει ο Μίκης «κι άκουσα από πάνω μου τον ρυθμό απ’ τα πόδια των χορευτών». Χανιώτικος Συρτός! «Το ξύλινο πάτωμα σαν ένα πελώριο τύμπανο, επαναλάμβανε ασταμάτητα τον ίδιο ρυθμό. Ο όγκος του ήχου ήταν τόσος που σε λίγο είχα την αίσθηση πως χορεύει η Κρήτη».

Ξαναδιαβάστε τις τελευταίες λέξεις γιατί από εκεί ξεκίνησαν όλα. Από αυτά τα κατουρήματα του πιτσιρικά Μίκη, δίπλα στην αλμύρα της θάλασσας. Με τις ξύλινες τάβλες από πάνω του, να αναστενάζουν από τους πήδους των χορευτών. Και τα στιβάνια να τρίζουν σε κάθε στροφή του σκοπού. «Η ασπρόμαυρη ιερατική κίνηση του αρσενικού», μονολογεί ο Μίκης «και ο πολύχρωμος παγανιστικός κυματισμός του θηλυκού». 

«Θεωρώ εκείνες τις ώρες, της μέρας και της νύχτας, στο Κολυμπάρι, πολύ σημαντικές για μένα, γιατί απέκτησα ένα νέο μουσικό θεμέλιο, που πάνω του θα έχτιζα τη νέα μουσική μου…», γράφει στην αυτοβιογραφία του «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου». Και δυο χρόνια αργότερα, το 1951 παρουσιάζει τον Κουτσουρέλη και τον Μαύρο στην συναυλία του στο Ωδείο Χανίων. Στα σύγχρονα χρόνια όμως ο Μίκης αρνείται να μνημονεύσει τα ονόματα τους γιατί όπως έλεγε «διαπράξανε το λάθος να μου κάνουμε μήνυση, διατεινόμενοι πως η μουσική του Ζορμπά ήταν δική τους».    

Όμως ο θυμός ποτέ δεν κυριαρχεί για πάντα στον Μίκη. Και όταν μετά από πολλές συναντήσεις πήρα το θάρρος και τον ρώτησα, για την μουσική του Ζορμπά η απάντηση του ήταν ξεκάθαρη: «Στην ταινία Ζορμπάς χρησιμοποίησα τη μελωδία από έναν συρτό Χανιώτικο». 

Και το ένα Μίκης και το άλλο Μίκης. Σε όλους τους μεγάλους και ξεχωριστούς – πόσοι νάναι; – δεν έχει αξία να αναζητάς το λάθος και το σωστό. Άλλωστε το έχει γράψει: «Ήχοι και μύθοι μπερδεύτηκαν στο νου μου». 

Δεν ήταν λοιπόν ήλιος, ο Μίκης. Βροχή ήταν. Νερό από τον ουρανό. Πότε μπόρα φθινοπωρινή και πότε καταιγίδα. Να σκάει ξαφνικά από ανάλαφρα σύννεφα και να ποτίζει όλα τα διψασμένα. «Βουνά και γιαπιά, πελάγη απλωμένα». Κορμιά και στόματα. Και άλλες φορές να τα σαρώνει όλα με την δαιμονισμένη του ορμή. 

«Μα γιατί το είπε αυτό τώρα;». Το έχω ακούσει πολλές φορές αυτό το παράπονο κυρίως για τα πολιτικά. Για να μην σας πω για τις στρατεύσεις του – πότε αριστερά και πότε δεξιά. Αλλά ποτέ «δεξιός» και ποτέ «αριστερός». Πώς το είχε πει κάποιος; «Ένας ποταμός είναι ο Μίκης που κατεβάζει όλα τα καλά και όλα τα κακά μαζί». Ας μην γίνονται λοιπόν συγκρίσεις με τα ρυάκια του πολιτισμού και τους νερόλακκους της πολιτικής. 

 

Ήμουν 23 χρονών το ‘86 όταν μπήκα για πρώτη φορά στο σπίτι του. Ρεπόρτερ ήμουνα, του δρόμου δηλαδή, όταν με φώναξε ο διευθυντής της εφημερίδας «Η Πρώτη», και μου είπε «θα πας να πάρεις μια μεγάλη συνέντευξη του Μίκη». Τα πόδια μου κόπηκαν, αλλά πήγα. Ήταν πιο ψηλός από τις φωτογραφίες και είχε χέρια τεράστια. Και μια παλάμη ζεστή αλλά όχι υγρή. Παραξενεύτηκε που του στείλανε έναν πιτσιρικά και με ρώτησε για το επώνυμο μου. Και εγώ για να τον εντυπωσιάσω, πρόταξα τον προ – προπάππο μου. Τον Θεοδωρομανώλη, τον λυράρη που σκότωσε τον γενίτσαρο Βέργερη το 1818. Ο Μίκης ήθελε να τα μάθει όλα για τον Χανιώτη ήρωα. Του πήγα το ριζίτικο που έχει γραφτεί για το κατόρθωμα αλλά και τον βίαιο θάνατο του Θεοδωρομανώλη. 

«Για το Μανώλη θα σας πω, το Θοδωρομανώλη

που σκότωσε το Βέργερη μέσα στ` Απανηχώρι.

Σα θέλετε να μάθετε τσι πράξεις του Βεργέρη

ήτονε σκύλος και φονιάς κι άλλον δεν είχε ταίρι».

Μέχρι και το κάδρο – οικογενειακό κειμήλιο – με την δαγκεροτυπία του ήρωα του πήγα. Τα άφησα στα χέρια της Ρένας – της οικονόμου του, του πιο κοντινού του ανθρώπου – στην οδό Επιφανούς, κι έφυγα. Πολλά χρόνια μετά, το 2000, σε μια τηλεοπτική μας συνέντευξη (στο Μέγκα) μου είπε:

«Η αφορμή αυτής της συνάντησης είναι ότι έχουμε κοινή ρίζα. Τον Θεοδωρομανώλη. Δεν κάνουμε τώρα αρχαιοπληξία, προγονοπληξία… Αλλά έχει μεγάλη σημασία για εμένα που είμαι μουσικός ότι τελικά την μουσική μου ρίζα την πήρα από τον Θεοδωρομανώλη που ήταν ένας πολύ μεγάλος λυράρης». 

  • Αντάρτης, σαν και εσάς, παρεμβαίνω.

«Αντάρτης»!

  • Ένας αυθάδης Θοδωρής που αποφασίζει να σκοτώσει τον Αγά. 

«Ναι, ο Θεοδωρομανώλης που ήταν μεγάλος λυράρης προσεβλήθη διότι είχε μια απρεπή στάση απέναντι στις Χριστιανές ο Αγάς και τον σκότωσε».

Συχνά από τότε ο Μίκης έλεγε ότι για αυτά που τράβηξε στη ζωή του θεωρεί υπαίτιο τον Θεοδωρομανώλη. 

«Η φωνή του πατριωτισμού και η φωνή της μουσικής, ήταν οι φωνές μέσα μου που καθόρισαν όλη μου την ζωή», έλεγε.  

Κοινή ρίζα λοιπόν με τον Μίκη; 

Ο Μίμης Ανδρουλάκης στο βιβλίο του «Σαλός Θεού. Ο Μυστικός Μίκης», λέει όχι και συμπληρώνει: 

«Έχω ανοίξει υποθηκοφυλάκεια, έχω πάει σε νεκροταφεία, έχω μείνει στο ανατολικό Σέλινο να ψάχνω επί ματαίω. Όχι ο Μίκης δεν έχει συγγένεια με τον Θεοδωρομανώλη».

Αλλά και τι σημασία έχει; Ανήκει σε έναν τόπο ο Μίκης; Σε ένα χωριό ή σε μια πόλη; Σε ένα κόμμα; Μια παράταξη; Ιεροσυλία ακόμη και να το σκεφθείς. 

Γιατί ο Θεοδωράκης ανήκει σε όλους και σε κανένα. Νερό που νομίζεις ότι το έχεις στην χούφτα σου και αυτό έχει κιόλας κυλήσει.  

  • Τώρα που σας τιμούν όλοι, που το έργο σας αναγνωρίζεται από όλους, Αριστερούς, Δεξιούς, Κεντρώους, εσείς με ποιους είστε; τον ρώτησα σε εκείνη την συνέντευξη.

«Με όλους πάντα».

  • Με όλους;

«Εγώ είμαι αυτός που ήμουν πάντοτε. Είμαι πολύ χαρούμενος ότι με αγαπούν και με τιμούν για αυτό που είμαι, γιατί δεν άλλαξα. Το πήραν απόφαση όλοι, ότι εγώ δεν αλλάζω».

  • Δηλαδή εσείς ποια λέξη θα βάζατε δίπλα από το όνομά σας;

«Έλλην».

  • Προφήτης;

«Το Έλλην μου αρέσει. Κι αν μου λέγανε να βάλω θρησκεία; Θρήσκευμα Έλλην!».

Του άρεσαν οι ιστορίες του Θεοδωράκη. Αλλά φορές φορές βαριόταν τους δημοσιογράφους. «Ρωτάνε συνεχώς τα ίδια». 

«Μπορείς να βρεις δέκα ερωτήματα που να μη μου έχουν ξανακάνει;» μου είπε το 2010 που συναντηθήκαμε για μια συνέντευξη στα «Νέα». 

Και ακούστε την στιχομυθία. 

  • Ποιο ήταν το αγαπημένο σας παιγνίδι;

«Κλέφτες και αστυνόμοι, βόλοι, ο χαρταετός που κάναμε πάντα μόνοι μας και αργότερα το ποδόσφαιρο».

      –   Το ταλέντο γεννιέται μαζί με τον άνθρωπο ή χτίζεται σιγά σιγά; 

«Γεννιέται».

        –    Και αν δεν εκφραστεί; 

«Το ταλέντο πάντα βρίσκει τρόπο να εκφραστεί. Ο Μότσαρτ αν ήταν στην Κρήτη θα έγραφε ριζίτικα και αν ήταν βοσκός στην ηπειρωτική Ελλάδα θα έπαιζε φλογέρα. Στην Αυστρία έγινε συμφωνικός συνθέτης».

  • Σε ποια ηλικία ξεχειλίζατε από ταλέντο;

«Από 12 ετών».

     –    Υπήρξαν εποχές που στερέψατε; 

«Φυσικά υπήρχαν. Εποχές με μεγάλες απογοητεύσεις, προσωπικές ή πολιτικές. Πάντα μια απογοήτευση ήταν που με εμπόδιζε να προχωρήσω. Για λίγο όμως».

     –    Κάποτε μου είχατε πει πως, μικρός, επιχειρήσατε να πετάξετε. 

«Είναι αλήθεια και αυτό στοίχισε ούτε λίγο ούτε πολύ τη ζωή του παππού μου. Με ακολούθησε και χτύπησε πολύ». 

       –     Τι θέλατε να πετύχετε δηλαδή;

«Να δω τον κόσμο από ψηλά. Νόμιζα ότι μπορούσα αλλά έκανα λάθος και αυτό με απογοήτευσε πολύ».  

       –     Ποια μυρωδιά σας επιστρέφει στην παιδική σας ηλικία;

«Του βασιλικού».

        –    Ποια είναι η πρώτη παιδική όμορφη εικόνα;

«Ο παγωτατζής με τα χωνάκια στη Μυτιλήνη. Ήμουν 3 ετών». 

        –    Ποιες μουσικές ακούγατε παιδί;

«Τις μουσικές της μαμάς, της γιαγιάς και του πατέρα μου. Η μαμά με τα τραγούδια της Μικράς Ασίας. Η γιαγιά με τους εκκλησιαστικούς της ύμνους. Και ο πατέρας που τραγουδούσε μόνο ριζίτικα». 

      –      Υπήρξε κάποιος αντίπαλος σας στον οποίο είπατε «σου βγάζω το καπέλο»;

«Ο Χατζιδάκις».

         –     Ποιόν Κρητικό ξεχωρίζετε;

«Τον Καζαντζάκη βέβαια». 

         –       Αν είχατε γεννηθεί στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου ή πάνω από τα βόρεια σύνορα, τι θα λέγατε σήμερα για τους Έλληνες;

«Ότι είναι εύπιστοι, αφελείς και επιπόλαιοι».

  • Ποιος στίχος εκφράζει την πορεία σας;

«Ο προφητικός στίχος του αδελφού μου του Γιάννη: Γιατί ήμουν πάντα μόνος και θα ΄μαι πάντα μόνος». 

Τρόμαζε με την μοναξιά και με τον θάνατο ο Μίκης και μην ακούτε τα άλλα που λένε. Γιαυτό και τα τελευταία χρόνια που δύσκολα μπορούσε να κινηθεί και να βρεθεί με κόσμο, φώναζε τον κόσμο στο σπίτι του. Να αποσπερίσουν. Σαν τις πεζούλες των χωριών, ένιωθε το σαλόνι του. Και αυτός κάτω από τον πλάτανο – ο ίδιος ήταν ο Πλάτανος –  να καθοδηγεί και να σχολιάζει. Διψούσε για δράση ο Μίκης και πολλές φορές διάφοροι «τυχαίοι» το εκμεταλλευόντουσαν. Τον πίεζαν να πάει κόντρα στο ρεύμα, όποιο κι αν ήταν αυτό ρεύμα. Και αυτό το «κόντρα σε όλους» είναι αλήθεια ότι γοήτευε τον Μίκη. Και έτσι ο ατρόμητος πρωτεργάτης της ελληνοτουρκικής φιλίας (πόσα και πόσα δεν είχε ακούσει;) εμφανίσθηκε φοβικός τα τελευταία χρόνια με τους βόρειους γείτονες μας. Και εκεί που συνομιλούσε με το μέλλον τρομάζοντας για δεκαετίες τους συντηρητικούς – και μετά τους σταλινικούς – βρέθηκε στις μέρες μας να προφητεύει «την απόλυτη φτώχεια και την τελική καταστροφή του λαού και της χώρας», σαλπίζοντας «Παλλαϊκά Μέτωπα», «για να ξεφύγει ο λαός από τα νύχια των ξένων και ντόπιων αρπαχτικών». 

Αλλά ας μην κάνω και εγώ το λάθος που καλώ τους άλλους να μην κάνουν. 

Ο Μίκης δεν θα κριθεί για μια αποστροφή, για μια σελίδα, της τεράστιας ιστορίας του. Άλλωστε αν δεν έφευγε, όλοι το ξέραμε, οι εκπλήξεις από το σύμπαν Μίκης, δεν θα σταματούσαν. 

Μιλούσαμε λοιπόν για τον θάνατο.

«Φεύγει η ζωή και χάνεται,

και δε γυρίζει φώς μου,

και εσύ θαρρείς πως θα γενείς,

κατακτητής του κόσμου…»

«Ποιος είναι αυτός ο Γιαλάφτης» με είχε ρωτήσει όταν κάποτε είχα δημοσιεύσει τις μαντινάδες του αυτοδίδακτου Ανωγειανού. Εντόπιζε και ρουφούσε αμέσως ότι γύρω του είχε ψυχή. «Πρωτόγονη ψυχή» έλεγε, εννοώντας προφανώς ότι δεν του άρεσαν τα πολλά πολλά φτιασιδώματα. 

Για τον θάνατο όμως μιλούσαμε – και όλο πάω να ξεφύγω. Είχε βρει μια δική του θεωρία – όπως σε όλα – που απάλυνε κάπως τους φόβους του. 

  • Υπάρχει τίποτα εκεί πάνω; Τον είχα ρωτήσει. 

«Όχι βεβαίως τίποτα. Υπάρχει καθαρός ουρανός. Παρότι υπάρχει και η θεωρία ότι είμεθα δισεκατομμύρια μόρια, τα οποία με την αποσύνθεση του σώματος βγαίνουν από τον τάφο και φεύγουν και αυτά όλα πάνε ψηλά».

  • Δεν χάνεται ο άνθρωπος δηλαδή.

«Ναι! Εγώ βλέπω τη γεύση των προγόνων μου στο κρητικό λάδι ή στα πορτοκάλια της Κρήτης. Υπάρχει μία σύναξη λοιπόν μορίων. Πιστεύω, λοιπόν, εις τη μοριακή ας την πούμε αθανασία. Ο παράδεισος των ανθρώπων και η κόλαση των ανθρώπων είναι όσο ζούνε. Μετά δεν υπάρχει απολύτως τίποτα, είμεθα χώμα και πάμε στο χώμα. Ερχόμεθα από το τίποτα, πηγαίνουμε στο τίποτα. Κάνουμε μια καμπύλη. Αυτή η καμπύλη, όμως, μπροστά στον ήλιο, στα χρώματα – τα χρώματα! – τα αρώματα, τον έρωτα, όλα αυτά, είναι πανέμορφα, είναι μια δωρεά αυτό. Να τη χαρείς, αλλά να ξέρεις ότι έφυγες από εκεί, θα πας εκεί. Δεν σου χρωστάει κανείς τίποτα. Από το τίποτα ήρθες, στο τίποτα θα πας. Αλλά αυτό έχει μεγάλη σημασία: Εδώ μπορεί να γίνεις αθάνατος!

  • Το βέλος που εκτοξεύεται.

«Ακριβώς».

Και τώρα; 

Τον θάνατο του Μίκη διαδέχθηκαν μικροί «οικογενειακοί» καυγάδες και μικρές «κομματικές» απρέπειες. Όλα από την ίδια πηγή. Τον Μίκη κάποιοι τον θέλουν μόνο γιαυτούς. Ιδιοκτησία τους, ένα πράμα. Και αυτό δεν θα πάψει. Θα συνεχίσουν κάποιοι να φωνάζουν συνθήματα στο όνομα του και κάποιοι άλλοι να ερμηνεύουν μονόπλευρα την βούληση του. Ακόμη και η ιδιοφυής διαθήκη του θα γίνει προσπάθεια να αμφισβητηθεί. 

Αλλά εμείς θα έχουμε τις μουσικές και τα τραγούδια του. 

Και τους στίχους που σιγοτραγουδούσε ανάμεσα σε φίλους. 

Όπως αυτό το ριζίτικο του ανώνυμου κρητικού που λάτρευε.

Αυτό που τελικά τον συνόδευσε και στο φευγιό του. 

«Τον αντρειωμένο μην τον κλαις, όσο κι αν αστοχήσει

κι αν αστοχήσει μια και δυο πάλι αντρειωμένος είναι.

Πάντα ‘ναι η πόρτα του ανοιχτή κι η τάβλα του στρωμένη

και τ΄ αργυρό του το σκαμνί όμορφα στολισμένο

να καρτερεί τσι φίλους του».

 

*Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στο περιοδικό gr d «Μίκης Θεοδωράκης, ο γαλαξίας μου». Μια πρώτη εκδοχή αυτού – πολύ μικρότερη – δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη «Καθημερινή» αμέσως μετά τον θάνατο του Μίκη.

Επιστροφή