Η Κανέλα
Δεν ξέρω τι κάνετε εσείς με τους σκύλους σας αλλά εγώ όλα αυτά τα χρόνια μοιράζομαι τις πρωινές αποφάσεις με τον Σήφη. Θα πάμε προς το βουνό; Ή θα πάμε στις άλλες γειτονιές; Και ναι, ο κανόνας είναι «πάμε στο χώμα» αλλά μια φορά την εβδομάδα ο Σήφης αφού το ζυγίσει λιγάκι στις μεγάλες διασταυρώσεις, με πάει στις άλλες γειτονιές. Χαιρετάμε τον περιπτερά, περνάμε από την κλινική -νοσοκόμοι σε διάλειμμα, άνθρωποι που περιμένουν στο πεζοδρόμιο τους ασθενείς τους- όλοι έχουν ένα επιφώνημα για τον Σήφη και αυτός κορδώνεται. Μετά είναι ο δρόμος με τα έργα. Σε κάθε περιοχή υπάρχει ένας δρόμος που συνεχώς σκάβεται και μετά ξανά και πάλι ξανά. Εκεί, στους μικρούς λοφίσκους με τα μπάζα, κάνουν στάση όλοι οι σκύλοι και ο ένας μελετά τα αποτυπώματα του άλλου. Μετά είναι ο δρόμος με τους ξεχειλισμένους κάδους. Κουτιά από πίτσες στα πεζοδρόμια, λαδόκολλες που κάποτε είχανε σουβλάκια και συσκευασίες μιας χρήσης, με ρύζι, μακαρόνια, νουντλς, που αφήνουν κάποιοι για τα αδέσποτα. Συχνά αναγκάζομαι να τραβήξω το λουρί γιατί ο Σήφης δεν έχει κανένα πρόβλημα να παραστήσει το πεινασμένο αδέσποτο και να χωθεί ανάμεσα στις λαδωμένες σακούλες. Υπόκλιση στον φούρναρη, καλημέρα στην κομμώτρια (ή μήπως είναι νυχού), νεύμα στον προποτζή… Ο προορισμός μας όμως είναι άλλος. Ο δρόμος με τις λεμονιές. Ένας αδιέξοδος για τα αυτοκίνητα δρόμος με μπολιασμένες όλες τις νεραντζιές του. Και παντού κηπάκια. Αριστερά και δεξιά. Ασθενικές ροδιές, τσιμεντόλιθοι, τριανταφυλλιές δεμένες με κιτρινισμένους σπάγκους, σκουριασμένα συρματοπλέγματα, δάφνες του Απόλλωνα για φράκτες, κισσοί, κομμάτια ελενίτ – ναι αυτά με τον αμίαντο… Μέχρι και κυπαρίσσια λέιλαντ κουρεμένο απαίσια. Και μετά είναι ο κήπος της κυρίας Αλεξίας. Δεν ξέρω το όνομα της αλλά έτσι την βάπτισα. Ένα κηπάκι δέκα επί δέκα γεμάτο με αρωματικά. Μαϊντανός, δυόσμος, αρμπαρόριζα, βασιλικός, λεβάντα, δεντρολίβανο… άλλα ασθενικά και άλλα ζωηρά, τακτοποιημένα όμως στην χωμάτινη σκακιέρα. Και δίπλα από την κυρία Αλεξία, η Κανέλα. Ούτε το δικό της όνομα γνωρίζω αλλά το χρώμα και η τσαχπινιά της σε Κανέλα παραπέμπουν.
Το ρεπερτόριο έχει ως εξής. Μόλις η Κανέλα αντιληφθεί τον Σήφη εγκαταλείπει την κυρία Αλεξία που συγυρίζει τέτοια ώρα στο βεραντάκι, ανάμεσα στο κηπάκι και το σπίτι, και με πιρουέτες χωρίς να πατήσει κανένα από τα φυτά κολλάει στα πράσινα κάγκελα. Εκεί η συνομιλία της με τον Σήφη μπορεί να κρατήσει και δέκα και δεκαπέντε λεπτά. Μικρά γλειψίματα στο αυτί και ψου-ψου στην σκυλίσια γλώσσα που με σχετική σιγουριά μπορώ να σας την μεταφράσω.
- Που χάθηκες την περασμένη εβδομάδα;
- Έβρεχε και πήγα να μυρίσω λίγο χώμα. Η άσφαλτος άλλωστε είναι χάλια όταν βρέχει.
- Ναι αλλά εγώ σε περίμενα.
- Γι’ αυτό σήμερα θα κάτσω λίγο παραπάνω.
Η συνομιλία διακόπτεται συνήθως από την κυρία Αλεξία. Ψέματα. Τον πρώτο καιρό που δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο σημαντική είναι η Κανέλα για τον Σήφη, εγώ ήμουν αυτός που τον τράβαγα να φύγουμε. Η επιμονή του όμως να κοιτάει συνεχώς πίσω μέχρι να βγούμε από τον δρόμο με τις λεμονιές, μου έδωσε το μήνυμα. Όμως η κυρία Αλεξία είχε και αυτή τα δικά της όρια. Ναι «φιλάκια», ναι «ψου-ψου», μόλις όμως η Κανέλα άρχιζε να κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό της βγάζοντας μικρά παιγνιδιάρικα γαυγίσματα η αφεντικίνα της σοβάρευε. «Έλα. Πάμε». Έπρεπε να το πει και δεύτερη ίσως και τρίτη φορά, για να την ακούσει η Κανέλα και με πηδηματάκια να εγκαταλείψει τον φράκτη και να ακολουθήσει την κυρία της στο εσωτερικό του σπιτιού.
«Καλημέρα σας», την αποχαιρετούσα. Το ίδιο και αυτή. Κάναμε καιρό να αποκτήσουμε την οικειότητα του «καλημέρα σας», αλλά ούτε λέξη παραπάνω. Μια φορά μόνο, στην αρχή σχεδόν, μου είχε φωνάξει από το βεραντάκι «μήπως διψάει;» και εγώ ο ανόητος είπα «όχι», με τον Σήφη και την Κανέλα να με κοιτάνε αποσβολωμένοι. «Πού θα ξαναβρούμε την ευκαιρία να μπούμε ρε φίλε στον κήπο;», μου γρύλισε ο Σήφης αλλά το κακό είχε γίνει, η πόρτα δεν άνοιξε και η προσφορά δεν ξανάγινε.
Αυτό όμως σας είπα είναι το ρεπερτόριο μέχρι χθες, μέχρι τέλος πάντων την προηγούμενη φορά που περάσαμε από αυτό το δρομάκι. Σήμερα πού είναι η Κανέλα; Ούτε τα γλυκά γρυλίσματα του Σήφη την ξετρύπωναν ούτε τα σφυρίγματα μου. Άφαντη και η κυρία Αλεξία. Και τα παραθυρόφυλλα κλειστά. «Πέθανε η κυρία Κυριακή» άκουσα μια φωνή πίσω μου. Μια κυρία από έναν κήπο που ποτέ δεν είχα προσέξει μου επανέλαβε: «Πέθανε». «Πώς» μουρμούρησα δυνατά. Τι ηλίθιο; Τι σημαίνει «πώς»; Σε αυτοκινητιστικό με μηχανή θα πέθανε; «Γιατί;» ήθελα να πω. «Είναι δέκα μέρες τώρα. Αρρώστησε, από αυτόν τον κόβιτ, την πήγαν στο νοσοκομείο αλλά πέθανε». «Και πώς»… «Κόλλησε» ήθελα να πω, αλλά δεν το είπα. «Έλα ντε;» πήρε φόρα σαν να ήταν το ερώτημα που περίμενε. «Δυο-τρεις φορές την εβδομάδα έβγαινε. Την μια για την εκκλησία την άλλη για την λαϊκή. Άντε και καμιά φορά στο super market ή τον φούρνο. Έβγαινε και κάθε πρωί και για να πετάξει τα σκουπίδια, αλλά αυτό δεν πιάνεται, πιάνεται;» «Όχι δεν πιάνεται» της είπα με σιγουριά για να την απαλλάξω από τον φόβο, μήπως άρπαξε τον ιό από τα σκουπίδια. «Σημασία έχει ότι πέθανε», μου επανέλαβε. Το «πέθανε» πρέπει να ήταν η αγαπημένη της λέξη, την πρόφερε με φοβερή ευκολία. «Ε, ήταν και μεγάλη» πρόσθεσε νομίζοντας ότι απαλύνει την πληροφορία.
«Πόσο;». «Α δεν ξέρω αλλά είχε περάσει τα ογδόντα». «Και η Κανέλα;» το είπα και το κατάπια ταυτόχρονα. Ο Σήφης με κοίταξε και αυτός απορημένος; «Πού το ξέρουμε ότι την λένε Κανέλα; Αφού και η κυρία Αλεξία ήταν τελικά κυρία Κυριακή, βλάκα». «Ο σκύλος της;» επανέλαβα πιο δυνατά. «Τον πήρε ο γιος της χθες μαζί με κάτι βαλίτσες πράγματα και μια τηλεόραση και μια θερμάστρα…». Αν την άφηνα θα μου ανέφερε μία μία τις κούτες της μετακόμισης. «Και πού πήγαν;». «Ε πού να ξέρω». Ο Σήφης είχε χάσει πια την υπομονή του με την κουβέντα, όχι με την αναζήτηση. Με τράβηξε πάλι κοντά στα πράσινα κάγκελα και άρχισε να μυρίζει. Αυτή τη φορά μανιωδώς. Στην σφραγισμένη πόρτα στύλωσε τα πόδια και δεν έκανε ρούπι. Δεν μπορεί… κάποιο μήνυμα θα του είχε αφήσει η Κανέλα. «Έλα, πάμε», του επαναλάμβανα, πότε τρυφερά, πότε αυστηρά, μήπως και τον ξεκολλήσω από την πόρτα. Η μουσούδα του είχε γεμίσει λάσπες. Στο δρόμο της επιστροφής κανείς μας δεν είχε όρεξη. Ο Σήφης μόλις στρίψαμε στην γωνία παραιτήθηκε από την προσπάθεια να βρει τα ίχνη της, και βάδιζε πια ανόρεχτος. Το ίδιο και εγώ. Η σκέψη μου γυρνούσε σε δυο σκατόψυχους που είχαν κάνει σουξέ τις τελευταίες μέρες στο ίντερνετ. Ο ένας με κιθάρα, ο άλλος στον καναπέ του, έλεγαν -και γελάγανε- πως «μόνο τα γερόντια πεθαίνουν από αυτή την γρίπη». Όχι δεν έλεγαν «πεθαίνουν». «Φεύγουν» λέγανε για να προσθέσουν «έτσι και αλλιώς θα έφευγαν». Τον κακό σας τον καιρό, σκατόψυχοι. Αχ ρε Σήφη, τις δικές τους διαδρομές πρέπει να βρούμε και να τους πάρεις στο κυνήγι. Να πληρώσουν αυτή για την Κανέλα σου.