Ο γίγαντας των δικαιωμάτων πέθανε
Πριν λίγες ώρες μαθεύτηκε ο θάνατος του Γιώργου Μπίζου. Το όνομα του μπορεί να μην λέει πολλά στους Έλληνες όμως για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι «ο Έλληνας του Μαντέλα».
Στο άκουσμα του θανάτου του – πέθανε ήρεμος στο σπίτι του από φυσικά αίτια – το Ίδρυμα Νέλσον Μαντέλα έκανε λόγο για τον «γίγαντα του παγκόσμιου αγώνα για δικαιοσύνη».
Με τον Γιώργο Μπίζο περάσαμε μαζί ένα ανοιξιάτικο πρωινό του 2012, από την συνάντηση μας αυτή προέκυψε και μια μεγάλη συνέντευξη στην εφημερίδα «Τα Νέα». Διαβάστε εδώ τα κυριότερα αποσπάσματα.
Παρουσιάστηκε μαζί με την εγγονή του. Αναστασία – Σοφία. «Αναστασία είναι το όνομα της μαμάς μου», μου είπε με τη χειραψία κιόλας. Η μικρή τον κρατούσε αγκαζέ. Ή μάλλον αυτός την κρατούσε. Στηριζόταν πάνω της δηλαδή γιατί τα τελευταία χρόνια τον ταλαιπωρούν λίγο τα πόδια του.
Είναι η δεύτερη φορά που τον συναντώ. Την πρώτη ήμουν νεαρός ρεπόρτερ και εκείνος ήταν ήδη ο θρυλικός δικηγόρος του Μαντέλα. Τίποτα άλλο δε λέγαμε. Ούτε το όνομά του. Μόνο «ο δικηγόρος του Μαντέλα». Ο μαύρος ηγέτης που πολεμούσε το απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, στην Ελλάδα είχε μόνο φίλους και η είδηση ότι ο δικηγόρος του ήταν «ένας Έλληνας» δημιουργούσε σε όλους μας ένα δέος. Θυμάμαι τον περίμενα άγριο και σκληρό. Σαν το καθεστώς που πολεμούσε. Και τον βρήκα συνετό και γλυκό. Ήταν μεγάλο μάθημα για μένα αλλά νομίζω και για όλους τους συνομιλητές του τότε στην Αθήνα. Στα μέρη μας τη γλυκύτητα την μπερδεύουμε με την υποχωρητικότητα. Σοφός και ευτυχισμένος μου φάνηκε. Ιδιότητες που δεν ήξερα να έχουν οι «δικοί» μας αγωνιστές.
«Τα εγγόνια μου πηγαίνουν σε ελληνικό σχολείο, το Saheti» μου λέει με υπερηφάνεια συστήνοντάς μου, την εγγονή του. «Το σχολείο που ίδρυσε ο παππούς» συμπληρώνει η μικρή με σπαστά ελληνικά.
Πείτε μου ειλικρινά, δεν έχετε κουραστεί να σας ρωτάνε για τον Μαντέλα;
– Όχι δεν έχω κουραστεί. Άλλωστε ο Μαντέλα δε μιλάει στον Τύπο πια. Το σώμα του έχει αποτραβηχτεί από τα κοινά – και έχουμε μείνει δυο φίλοι του, για να λέμε στον κόσμο, τα νέα του.
Εσείς και ποιος άλλος;
– Ο Άχμεντ Καθάντρα Ινδός στην καταγωγή. Ήταν και αυτός στη φυλακή μαζί του.
Τι λέει λοιπόν ο Μαντέλα για τον κόσμο, σήμερα;
– Τα τελευταία δυο χρόνια δεν εκφράζεται, διαβάζει τις εφημερίδες, ακούει το ράδιο, τηλεόραση, αλλά αποφεύγει να κατακρίνει ή να παινέψει κανέναν.
Πόσο συχνά τον βλέπετε;
– Κάθε δυο βδομάδες, Κυριακή απόγευμα. Είμαι ένας απ’ αυτούς που δεν είναι ανάγκη να κλείσω ραντεβού. Μερικές φορές τρώμε μαζί το μεσημέρι, τρώει αργά, στις τρεις η ώρα.
Τον ενημερώσατε για το ταξίδι σας στην Ελλάδα;
– Ναι, την Κυριακή πριν μπω στο αεροπλάνο τον επισκέφθηκα. Ήταν βέβαια μαζί με τη γυναίκα του Γκράσεν Τουτέλ Μ. Η φράση του ήταν: «πες στον λαό σου ότι είμαστε μαζί του».
Η Νότια Αφρική έχει ξεμπλέξει με τον ρατσισμό;
– Όχι. Υπάρχει ρατσισμός και από τις δυο πλευρές. Κάποιοι λευκοί αφρικανοί διαμαρτύρονται ότι δεν έχουν δικαιώματα. Δεν μπορούν να ξεχάσουν τα προνόμια που έχασαν. Και υπάρχουν και κάποιοι μαύροι, ιθαγενείς, οι οποίοι λένε ότι ο συμβιβασμός που έγινε το ’94 ήταν λάθος. Ήθελαν να έχουν το πάνω χέρι, επειδή οι μαύροι είναι πλειοψηφία, το Σύνταγμα όμως λέει ότι η Νότιος Αφρική ανήκει σε όλους, μαύρους και λευκούς.
Θυμάστε καμιά φορά πώς ξεκίνησε το ταξίδι;
– Πολύ καλά.
Από το Ακρωτήριο Ακρίτα;
– Άνοιξη ήταν και τότε. Μάιος του ‘41. Ένας τσοπάνης είπε στον πατέρα μου ότι στις όχθες ενός μικρού ποταμού, μέσα στους θάμνους, κρύβονται άνθρωποι. Ο πατέρα μου ήταν ο Πρόεδρος του χωριού, τον είχε καθαιρέσει βέβαια ο Μεταξάς, αλλά ακόμα εθεωρείτο ο ηγέτης του χωριού. Κατάλαβε αμέσως ότι αυτοί που κρυβόντουσαν ήταν στρατιώτες, σύμμαχοι. Το παράνομο ραδιόφωνο έλεγε ότι εάν βρείτε συμμάχους να προσπαθήσετε να τους φυγαδεύσετε στην Κρήτη.
Καθόλου εύκολο δε μου ακούγεται.
– Και όμως. Ο πατέρας μου δανείστηκε μια βάρκα και ξεκινήσαμε να πάμε να τους βρούμε. Πίστευε ότι εάν πάει με ένα παιδί δε θα φοβηθούν. Και όντως. Ένας απ’ αυτούς μίλαγε λίγα ελληνικά, τους δώσαμε ψωμί, τυρί και τσιγάρα…
Πόσοι ήταν;
– Επτά Νεοζηλανδοί στρατιώτες. Έπρεπε να βρούμε τρόπο όμως να τους φυγαδεύσουμε χωρίς να μας πάρουν χαμπάρι οι Γερμανοί. Γιατί έλεγχαν όλες τις βάρκες στο λιμάνι. Και χωρίς άδεια δεν έβγαινες στα ανοιχτά. Ένας Αρμένης φούρναρης λοιπόν, φίλος και αυτός της αντίστασης, πήγε στους Γερμανούς και τους είπε ότι για να σας φτιάξω ψωμί, πρέπει να στείλω κάποιους με την βάρκα να φέρουν ξύλα. Έτσι φύγαμε. Τους βάλαμε στη βάρκα και ανοιχτήκαμε στη θάλασσα.
Για να πάτε από την Πελοπόννησο στην Κρήτη;
– Δεν υπήρχε άλλος δρόμος διαφυγής. Τρεις μέρες θαλασσοδερνόμασταν, άσχημη θάλασσα, ώσπου πέσαμε πάνω σε κάτι πλοία που σπεύδανε από τη Μάλτα και το Γιβραλτάρ στην Κρήτη.
Σύμμαχοι;
– Ναι πήγαιναν στη Σητεία, το τελευταίο βαθύ λιμάνι. Το βομβαρδίζανε συνεχώς τα Στούκας όμως και μείναμε τρεις μέρες πάνω στο πλοίο. Τελικά μας είπαν ότι η Κρήτη πέφτει και θα πάμε στην Αλεξάνδρεια. Ο πατέρας μου κατέληξε στο Κάιρο σε ένα μέρος για πρόσφυγες και εγώ στο ελληνικό ορφανοτροφείο της Αλεξάνδρειας.
Ταινία κανονική.
– Στο ορφανοτροφείο έμεινα μόνο για τρεις μήνες γιατί κινδύνευε και η Αίγυπτος και είπαν ότι όποιος πρόσφυγας είχε παιδιά να φύγει για τις Ινδίες ή τη Νότιο Αφρική.
Και ο πατέρας σας διάλεξε τη Νότια Αφρική.
– Ναι γιατί κάποιος του είπε ότι ο χρυσός και τα διαμάντια κυλάνε στους δρόμους.
Άρα θα μπορούσατε να ήσασταν δικηγόρος του Γκάντι και όχι του Μαντέλα;
– Ναι, αν και ο Γκάντι πέθανε νωρίς, όταν εγώ δεν είχα πάρει ακόμη το δίπλωμα του δικηγόρου.
Στα πανεπιστήμια υπήρχαν μαύροι φοιτητές;
– Ελάχιστοι. Περίπου 3%. Και τους φοβέριζαν ότι θα τους διώξουν. Τότε μίλησα στο αμφιθέατρο και τους είπα ότι πρέπει να τους συμπαρασταθούμε. Και φώναξα ότι εάν αυτό με κάνει αριστερό τότε είμαι υπερήφανος να είμαι αριστερός. Την επόμενη μέρα μια εφημερίδα έγραψε στην πρώτη σελίδα: «αριστερίζων και περήφανος ο φοιτητής Γιώργος Μπίζος».
Ειρωνικός τίτλος ήταν;
– Κάρφωμα ήταν. Και πήγανε στον πατέρα μου οι ηγέτες της ελληνικής μειονότητας, του δείξανε την εφημερίδα και του είπαν να μαζέψει το γιο του διότι ντροπιάζει την ελληνική παροικία. Ο πατέρας μου δεν ήξερε να διαβάσει ούτε τα αγγλικά, ούτε τα αφρικανικά. Τους είπε όμως ότι είμαι πάνω από 20 ετών και «δεν μπορώ να του πω εγώ τι θα κάνει».
Τότε αρχίζει η σχέση σας με τον Μαντέλα;
– Ναι από το πανεπιστήμιο γίναμε φίλοι. Ήταν βέβαια δέκα χρόνια μεγαλύτερος από εμένα.
Στα χρόνια του Απαρτχάιντ εσείς δεν μπορούσατε να κυκλοφορήσετε στις μαύρες περιοχές και ο Μαντέλα δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει στις λευκές;
– Μπορούσε να κινηθεί, από τις έξι το πρωί μέχρι τις εννέα το βράδυ. Εμείς ως λευκοί χρειαζόμασταν άδεια να πάμε στις μαύρες περιοχές, αλλά ποτέ δε ζήτησα άδεια, πηγαίναμε κρυφά.
Μαθαίνετε τι γίνεται στην Ελλάδα;
– Σχεδόν κάθε βράδυ στις 9, κοιτάω την ΕΡΤ. Χλευαστικά γέλια ακούγονται όταν λες Ελλάδα. Η προσοχή πλέον έχει επικεντρωθεί στις βίαιες διαδηλώσεις, στην έλλειψη ευθύνης και αυτοκριτικής και στην διαφθορά. Και δεν καταλαβαίνουμε ότι οι κυβερνήσεις και οι πολιτικές, έρχονται και φεύγουν. Η χώρα όμως θα μείνει για πάντα.
Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν;
– Δεν πιστεύω ότι εμείς οι Έλληνες του εξωτερικού μπορούμε να πούμε στους Έλληνες στην Ελλάδα τι να κάνουν. Πρέπει όμως να υπάρξει ενότητα του ελληνικού λαού. Ο Μαντέλα όταν ανέλαβε την εξουσία το 1954 κάλεσε τον Ντεκλέρ τον αρχηγό των λευκών ρατσιστών να γίνει αντιπρόεδρος στη κυβέρνησή του. Κάλεσε τον αρχηγό του Κομμουνιστικού Κόμματος να γίνει υπουργός, όπως και τον Μπουτελέζι που ήταν συνεργάτης του Απαρτχάιντ. Είπε «πετάξτε τα τουφέκια σας και τα μαχαίρια σας στη θάλασσα και ελάτε να χτίσουμε μια νέα χώρα». Και κάναμε έναν εθνικό ύμνο σε τέσσερις γλώσσες. Κάθε γλώσσα ένας στίχος. Και εδώ οι Έλληνες που μιλάμε μια γλώσσα δεν μπορούν να συνεργαστούμε για το καλό της χώρας.